- δημοσιεύοντας
- δημοσιεύωmake publicpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φαλτάιτς, Κώστας — (1891 – 1944). Έλληνας δημοσιογράφος και λογοτέχνης από τη Σκύρο. Μετά τις σπουδές του στα νομικά άρχισε να ασχολείται με τη δημοσιογραφία, δημοσιεύοντας τα γραπτά του με το ψευδώνυμο Κ. Μάρκελλος. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους (1912 13)… … Dictionary of Greek
κατήχηση — Στοιχειώδης διδασκαλία του δόγματος της χριστιανικής πίστης. Αρχικά, η κ. απευθυνόταν προς τους ενηλίκους που επρόκειτο να βαπτιστούν· σήμερα απευθύνεται κυρίως στα παιδιά (κατηχητικά σχολεία). K. ονομάζεται και το σχετικό βιβλίο που… … Dictionary of Greek
μετρονόμος — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ρυθμικής αγωγής ενός μουσικού κομματιού. Αποτελείται από ένα κουτί, πυραμιδοειδούς γενικά σχήματος, μέσα στο οποίο υπάρχει ένας ωρολογιακός μηχανισμός, που θέτει σε κίνηση ένα εκκρεμές. Στο κάτω… … Dictionary of Greek
πίος — (Pius). Όνομα 12 παπών. 1. Π. Α’. Έγινε πάπας της Ρώμης πιθανότατα το 140 και διοίκησε τη Δυτική Εκκλησία μέχρι το 155. Για τη ζωή και τη δράση του δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες. 2. Π. Β’ (Ενέα Σίλβιο Πικολόμινι, 1405 – 1464). Παλαιός… … Dictionary of Greek
πανάς — Επώνυμο οικογένειας από την Κεφαλονιά, που καταγόταν από ευγενή οίκο της Ισπανίας. Κατά την παράδοση, μέλη του οίκου αυτού πήραν μέρος στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Πολλοί γόνοι της οικογένειας αναφέρονται εγγράφως ως ευγενείς της Κεφαλονιάς … Dictionary of Greek
παραποιώ — παραποιῶ, έω, ΝΜΑ κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο για να εξαπατήσω κάποιον, κατασκευάζω κάτι κατ απομίμηση για εξαπάτηση, νοθεύω, κιβδηλεύω («παραποιώ νόμισμα» παραχαράσσω νόμισμα) νεοελ. διαστρεβλώνω, αλλοιώνω («παραποίησε το νόημα τού αποσπάσματος … Dictionary of Greek
Αγαθοπούλου-Κέντρου, Μαρία — (Θεσσαλονίκη 1930 –).Ποιήτρια και πεζογράφος. Οι γονείς της εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Στα γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1961 με την ποιητική συλλογή Ψυχή και Τέχνη. Ακολούθησαν οι συλλογές:… … Dictionary of Greek
Αγγελάκη Ρουκ, Κατερίνα — (Αθήνα 1939 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε ξένες γλώσσες και φιλολογία σε πανεπιστήμια της Γαλλίας και της Ελβετίας (Γενεύη). Από νωρίς άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία, κυρίως με την ποίηση. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για… … Dictionary of Greek
Ανένκοφ — Όνομα ιστορικών προσώπων της Ρωσίας. 1. Μιχαΐλ (Πετρούπολη 1838 – 1899). Στρατηγός. Συμμετείχε στην καταστολή της Πολωνικής επανάστασης και αργότερα (1880) πολέμησε εναντίον των Τουρκομάνων. 2. Νικολάι (1819 – 1891). Βοτανολόγος. Διετέλεσε… … Dictionary of Greek
Αντωνίου, Δημήτριος — (Μοζαμβίκη Αφρικής 1906 – 1994). Πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού και ποιητής. Καταγόταν από την Κάσο της Δωδεκανήσου. Το 1912 εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα, όπου τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Σταδιοδρόμησε στο εμπορικό ναυτικό… … Dictionary of Greek